ἅλμια

ἅλμια
ἅλμ-ια, τά,
A salted provisions, Men. 462.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άλμια — ἅλμια, τα (Α) [ἅλμη] αλμυρές ζωοτροφές, τροφές διατηρημένες στην άλμη …   Dictionary of Greek

  • ἁλμίοις — ἅλμια salted provisions neut dat pl ἁλμάω become mildewed pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλμίων — ἅλμια salted provisions neut gen pl ἁλμάω become mildewed pres part act masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλμη — η (Α ἅλμη) (νεοελλ. και άρμη) 1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό τής αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση 2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού 3. νερό μέσα στο οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”